- μονοστελέχης
- μονο-στελέχης, ες,A with one stalk or stem, Thphr.HP1.3.1, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονοστελέχης — μονοστελέχης, έλεχες (Α) (για φυτό) αυτός που έχει ένα μόνο στέλεχος, έναν βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στελέχης (< στέλεχος), πρβλ. πολυ στελέχης] … Dictionary of Greek